- ακατάκλαστος
- ἀκατάκλαστος, -ον (Α) [κατακλῶ]1. όποιος δεν μπορεί να σπάσει ή να λυγίσει, ο ισχυρός2. αδυσώπητος, ανένδοτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκατάκλαστος — not masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάκλαστον — ἀκατάκλαστος not masc/fem acc sg ἀκατάκλαστος not neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)